Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Για το Μεταμοντέρνο

Μολονότι ο όρος «μεταμοντέρνο» έχει κεντρική θέση στις συζητήσεις περί πολιτισμού των τελευταίων δεκαετιών, δεν μπορούμε να πούμε ότι χρησιμοποιείται με την απαιτούμενη ακρίβεια. Μερικοί εξομοιώνουν το μεταμοντέρνο με τον ακραίο μηδενισμό, τον ανήθικο σχετικισμό ή τηναναρχία· άλλοι το συνδέουν με έναν πολιτισμό κυριαρχούμενο από την κοινοτοπία των τηλεοπτικών αναπαραστάσεων και τις νέον επιγραφές στο στυλ του Λας Βέγκας, των οποίων η απανταχού παρουσία υπογραμμίζει την εκτεταμένη «μακντοναλντοποίηση» ενός κατά τα άλλα ανορεξικού κόσμου· άλλοι, ωστόσο, το περιορίζουν στην περιοχή της θεωρίας, συναρτώντας το με την έκρηξη της μεταστρουκτουραλιστικής θεωρίας, η οποία αναδύθηκε στις δεκαετίες του '60 και του '70, μέσα από τα έργα του Ντεριντά, του Λιοτάρ, του Λακάν, του Φουκό, της Κρίστεβα, του Μποντριγιάρ, του Ντελέζ, του Σαΐντ και του Πολ ντε Μαν, μεταξύ άλλων.




Πυρήνας της «μεταμοντέρνας κατάστασης» είναι η διαπίστωση ότι οι «μεγάλες αφηγήσεις» της δυτικής ιστορίας και ειδικότερα του διαφωτιστικού μοντερνισμού, κατέρρευσαν. Ο αντι-Διαφωτισμός είναι φυσικά τόσο παλιός όσο και ο ίδιος ο Διαφωτισμός· όμως, ενώ στο παρελθόν (στη ρομαντική σκέψη του Σίλερ και του Μπλέικ για παράδειγμα), η κριτική του λόγου συνοδευόταν από μιαν εναλλακτική θεμελιοκρατία (της Φαντασίας), ο μεταμοντερνισμός τείνει να υποστηρίξει την εγκατάλειψη όλων των μετα-αφηγήσεων που θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν τη θεμελίωση κάποιας αλήθειας. Έχοντας βιώσει μέχρις εσχάτων τις τρομακτικές και απάνθρωπες «αλήθειες» που παρήγαγε στην εποχή μας ο ορθός λόγος, ανακαλύψαμε πως ούτε τις χρειαζόμαστε πια, ούτε τις επιθυμούμε. Η κατάρρευση των «μεγάλων αφηγήσεων» του Διαφωτισμού διακηρύχθηκε μεγαλόφωνα από τον Λιοτάρ στη Μεταμοντέρνα Κατάσταση, ανιχνεύεται όμως ήδη στη σκέψη του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Βιτγκενστάιν. Το πολιτιστικό περιβάλλον που κυοφόρησε το βιβλίο του Λιοτάρ χαρακτηριζόταν από την παρακμή του στρουκτουραλισμού και την ανάπτυξη μιας μεταστρουκτουραλιστικής κριτικής όσων γνωσιακών συστημάτων θεωρούσαν δεδομένη μια σταθερή σχέση «βάθους-επιφάνειας», η οποία επέτρεπε στον κρυμμένο «πυρήνα» της αλήθειας να αποκαλυφθεί αρχαιολογικά, μέσω των κατάλληλων εργαλείων ανασκαφής. Στο έργο του Ντεριντά, του Λακάν και του όψιμου Μπαρτ π.χ. το νόημα είναι ακαθόριστο, πάντοτε διαφεύγον, αφήνοντας μονάχα «ίχνη» στον λαβύρινθο της γλώσσας, ενώ όλα τα κείμενα είναι δεμένα σε μιαν ατέρμονη διακειμενικότητα, έτσι που δεν υφίσταται χώρος εκτός κειμένου, ούτε ρίζα ή πηγή νοήματος.
Η θεωρία αυτή επέκρινε δραστικά την παραδοσιακή φιλοσοφία και ιδιαίτερα την έννοια της «θεμελιοκρατίας»: την ιδέα ότι η γνώση είναι αντανάκλαση της αλήθειας και ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε τα σταθερά της θεμέλια στον Θεό, την Ιστορία ή τον Λόγο. Η ιστορία (αλλά και κάθε αφήγηση) μετατρέπεται σε μια πολλαπλότητα «νησίδων λόγου», μια σειρά μεταφορών, που δεν μπορούν να αποσπασθούν από τη θεσμοθετημένη γλώσσα μέσα στην οποία εκφέρονται. Μ' άλλα λόγια, η ιστορία είναι ένα πλέγμα ανταγωνιστικών λεκτικών παιγνίων, όπου κριτήριο επιτυχίας είναι η «παράσταση» (η ρητορική) και όχι η αλήθεια. Κατά συνέπεια, η «αλήθεια» δεν μπορεί να διακριθεί από τη «μυθοπλασία» (Χέιντεν Γουάιτ)· η αισθητική ορίζει τα πάντα. 
Οι ολιστικές θεωρίες (χεγκελιανή, μαρξιστική κ.λπ.) εξομοιώνονται με τον ολοκληρωτισμό και την τρομοκρατία: πρέπει να καταγγείλουμε τη νοσταλγία μας γι' αυτές και να εγκολπωθούμε την αισθητική απόλαυση των γλωσσικών παιγνίων, 
αντί της ιμπεριαλιστικής απόλαυσης μιας θεωρίας που διεκδικεί οικουμενική ισχύ.

Και τα ζητήματα ηθικής, τα ζητήματα δικαιοσύνης; θα ρωτούσαν οι κριτικοί του μεταμοντερνισμού (Χάμπερμας, Ίγκλετον, Τζέιμσον). Πώς τα αντιμετωπίζεις σ' ένα κόσμο πολλαπλών, αντιφατικών αφηγήσεων; Η απάντηση του Λιοτάρ είναι «δεν τα αντιμεπίζεις». Τα αφήνεις να υπάρχουν. Αφήνεις τα ερωτήματα ανοιχτά και συνεχίζεις να τα σκέφτεσαι. Στο τελικό συμπέρασμα κάθε διαμάχης ενυπάρχει το λάθος· η αδικία είναι η επιβολή πάνω σ' ένα συμβάν ­ έστω και τόσο φρικτό όσο το Άουσβιτς ­ ενός και μόνου νοήματος. Όμως το νόημα, όποιο κι αν είναι το νόημα που εν τέλει κυριαρχεί, υπονομεύει τελικά το ίδιο το συμβάν. Το Άουσβιτς χάνει τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του· γιατί στη ρίζα του αποτρόπαιου βρίσκεται το ακατονόμαστο. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να ονομάσουμε· μπορούμε να τα τιμήσουμε μόνο μέσω της άρνησης να τα αναπαραστήσουμε ­ μόνο μέσω της σιωπής. 

Ο Χάμπερμας (και ο Ρόρτι), επιμένοντας στις βασικές αρχές του Διαφωτισμού, υποστηρίζει ότι δεν είναι μόνο επιθυμητό αλλά και επιβεβλημένο να οργανώσουμε την κοινωνία με πιο ορθολογικούς όρους, μέσω ενός ευρέως αποδεκτού «consensus»· ο Λιοτάρ, από την πλευρά του, συνδέει ανάλογες «συναινέσεις» με το τέλος της σκέψης, τις καταγγέλει ως άκρως φορμαλιστικές και (μάλλον όπως και ο Αντόρνο) θεωρεί ότι καλύπτουν την αδικία κάτω από ένα επίχρισμα δικαιοσύνης. Μόνο αν τεντώσουμε ως τα άκρα τα γλωσσικά παιχνίδια και σεβαστούμε την ετερογένειά τους, θα διασώσουμε τη δυνατότητα της σκέψης. Με δυο λόγια μόνο διά της άρνησης της συναίνεσης και διά της αναζήτησης της «διαφοράς» μπορούμε να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε.
Και για να συνοψίσουμε: 
ο μεταμοντερνισμός είναι το σημείο τομής ποικίλων προβληματισμών, προερχόμενων από διαφορετικούς στοχαστές και διαφορετικούς χώρους. Οι προβληματισμοί αυτοί περιστρέφονται γύρω από τη σχέση της τέχνης και της θεωρίας με την πολιτική δράση και την κυρίαρχη κοινωνική τάξη, γύρω από τη σχέση της κατάρρευσης των παραδοσιακών φιλοσοφικών θεμελίων με τη δυνατότητα μιας κριτικής απόστασης και ταυτόχρονα μιας αποτελεσματικής κριτικής του status quo, γύρω από τη σχέση, τέλος, μιας εικονοκρατούμενης καταναλωτικής κοινωνίας με την καλλιτεχνική πράξη. 
Η εικόνα της εικόνας
Όλοι οι θεωρητικοί δεν διακρίνουν την απελευθερωτική διάσταση την οποία αποδίδει στον μεταμοντερνισμό ένας Λιοτάρ. Ο Τζέιμσον π.χ. επισημαίνει πωςό,τι χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι η απώλεια του βάθους: δεν υπάρχει τίποτε να αποκαλύψουμε, μόνο επιφάνειες να εποικήσουμε. Συνέπεια της συνθήκης αυτής είναι η αποδυνάμωση της αίσθησης της ιστορικότητας, η εξαφάνιση του ατομικού υποκειμένου, άρα και η εξαφάνιση της αυθεντικής καλλιτεχνικής έκφρασης, ο «μαρασμός του θυμικού». Το σκοτεινότερο, ωστόσο, μεταμοντέρνο σενάριο ανήκει στον Μποντριγιάρ. Η τεχνολογία μάλλον παρά ο καπιταλισμός (ή ο ύστερος καπιταλισμός του Τζέιμσον) γίνεται το επίκεντρο της κριτικής του Γάλλου φιλοσόφου. Για τον Μποντριγιάρ η κυριαρχία των σημείων, των εικόνων και των αναπαραστάσεων είναι τέτοια ώστε το πραγματικό έχει αφανιστεί, η αλήθεια και η αντικειμενικότητα έχουν πάψει να «υπάρχουν». Ομοιώματα αντικαθιστούν το πραγματικό και ορίζουν το πραγματικό: η Ντίσνεϊλαντ γίνεται η Αμερική, ο πόλεμος στον Κόλπο ένα επεισόδιο από τον Πόλεμο των Άστρων, η «υπερπραγματικότητα» η καθημερινή πραγματικότητα. Ενώ στο παρελθόν η διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις κοινωνικά παραγόμενες εικόνες της ήταν εφικτή, στον σύγχρονο κόσμο μας κυριαρχεί το αυτάρκες «simulacrum», η προσομοίωση, η εικόνα της εικόνας. Όλα τα πράγματα, τα σημεία, οι δράστες έχουν απελευθερωθεί από την ιδέα τους, την έννοιά τους, την ουσία τους, την αξία τους, την αναφορά τους, την προέλευση και τον σκοπό τους κι όμως συνεχίζουν να λειτουργούν μέσα σε πλήρη αδιαφορία για το ίδιο τους το περιεχόμενο.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 24-12-1999 
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Mona Hatoum, Στο Τραπέζι των Διαπραγματεύσεων, Performance, 1983 (βίντεο 180΄) και 2011

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου