Σήμερα, Παρασκευή
πρωί, έχω πάει στην Εφορία Εξαρχείων, έχω κάνει τη δουλειά μου και επιστρέφω.
Κατηφορίζω τη Στουρνάρα.
Στα αριστερά κατεβαίνοντας, ένα παλαιοπωλείο έχει
βγάλει τα μεταχειρισμένα βιβλία του στο πεζοδρόμιο.
Σταματάω, ξεφυλλίζω τα
βιβλία στον πάγκο, ξεδιαλέγω τρία,
ξέρω τους συγγραφείς,
με ενδιαφέρουν τα θέματα.
ξέρω τους συγγραφείς,
με ενδιαφέρουν τα θέματα.
Πιάνω ένα τέταρτο.
Με ενδιαφέρει ο τίτλος:
Η γλώσσα των τεχνών, μία
μύηση στην Τέχνη.
Αρχιτεκτονική-Γλυπτική-Ζωγραφική.
Είναι ένα μικρό βιβλιαράκι
90 σελίδων.
Δεν γνωρίζω τον συγγραφέα: Περικλής Π. Καίσαρης.
Εξετάζω το βιβλιαράκι,
κοιτάζω μέσα, μπροστά, πίσω,
δεν βλέπω ούτε εκδοτικό οίκο
ούτε χρονολογία έκδοσης.
δεν βλέπω ούτε εκδοτικό οίκο
ούτε χρονολογία έκδοσης.
Πληρώνω και για τα τέσσερα βιβλία 13 ευρώ.
Επιστρέφω σπίτι,
ανοίγω το ίντερνετ, ψάχνω να βρω
το όνομα του συγγραφέα.
Κανένα βιογραφικό.
Βρίσκω 4 βιβλία του, με ένδειξη ότι
βρίσκονται στο βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Εκδόσεις από τη δεκαετία του 70 έως τη
δεκαετία του 90
Βρίσκω και το βιβλίο που αγόρασα: είναι έκδοση του 1973.
Επίσης βρίσκω και
μία δημοσίευσή του σε εφημερίδα του 1967, στο ψηφιακό αρχείο της Εθνικής
Πινακοθήκης. Γράφει κριτική για τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν σε μία
ομαδική έκθεση
(πάτα
εδώ).
Τέλος, άνοιξα να
διαβάσω το βιβλιαράκι.
Η εισαγωγή με την οποία προλογίζει ο συγγραφέας το
κείμενό του με εντυπωσίασε.
Μου φάνηκε διαχρονική και με λύπησε πολύ.
Με λύπησε τόσο,
που αποφάσισα να τη δακτυλογραφήσω και να τη δημοσιοποιήσω.
Ιδού:
--------------------------------------------------------------------------------
«Το χάλι μας γύρω
στα καλλιτεχνικά είναι απελπιστικό παρ’ όλη τη λαμπρή κληρονομιά μας απ’ το
παρελθόν. Αντίθετα με τη λογοτεχνία μας που κάμποσα ονόματά της ξεπεράσανε τα
σύνορα της χώρας μας, στις τέχνες τις εικαστικές δε βγάλαμε κανένα διεθνές
ανάστημα.
Να πει κανείς πως φταίει του δασκαλισμού η μάστιγα, δε θα ΄δινε σωστή
εξήγηση, γιατί αυτό είναι μία γενικότερη πληγή στον τόπο μας. Φταίει που
αδιαφορήσαμε τελείως για το θέμα αυτό παρ’ όλο που μας άφησαν οι πρόγονοι
περσότερα σπασμένα μάρμαρα παρά περγαμηνές.
Ούτε μια ώρα τη βδομάδα στα σχολειά
μας δε διδάσκομε την Ιστορία των Καλών Τεχνών.
Για τούτο τ'
αποτέλεσμα είναι φρικτό.
Δεν υστερούν στην εκτίμηση της Τέχνης μόνο οι
αμόρφωτοι εδώ. Αν αφαιρέσεις όσους πέρασαν απ τη Σχολή καλών Τεχνών και
ελαχίστους άλλους, οι υπόλοιποι είναι ανίκανοι να ξεχωρίσουν ένα αριστούργημα από
ένα πίνακα φτηνά εμπορικό.
Πάρε πολλούς απ' τους διπλωματούχους μας, ας είναι
και σοφοί καθηγητές, σύρε τους στην Ακρόπολη και πες τους να σου εξηγήσουν την
ουσία και την αξία αυτής της τέχνης, της πιο εύκολης, της κλασικής, και αν
ακούσεις άλλο από κούφια υπερθετικά «θαυμάσιον» και «θαυμασιώτατον», να ξέρεις
πως θα είναι η παρήγορη εξαίρεση.
Οι φιλότεχνοι στο
σύνολό τους αγοράζουν τιποτένιες φτηνουργιές από τις γκαλερύ που ούτε μια τους δε
φιλοξενεί κανένα έργο γνήσιας τέχνης έστω κι από καλλιτέχνη τέταρτης
κατηγορίας.
Και δεν τους φτάνει που γελιούνται αξιοθρήνητα, αλλά παίρνουνε και
το σθένος να κατηγορούν την τέχνη την αληθινή, εάν δεν κάνει γλυκερές και
φωτογραφικές απάτες.
Και άντε να αποκτήσουμε
με τούτες τις συνθήκες τέχνη σοβαρή. Να ενθαρρύνονται οι κιβδηλοποιοί και να
λιμοκτονούν οι καλλιτέχνες που ταυτόχρονα δεν παραλείπουν να κρατούν τα έργα τους
σε απρόσιτες τιμές, αφού στη χάση και στη φέξη θα μπορούσανε να βρουν κανένα
ικανό εκτιμητή κι αγοραστή του έργου τους.
Μένουνε αναγκαστικά απρόσιτοι και
πικραμένοι, ξεκομμένοι απ΄ το κοινό το καλλιτεχνικά άσιτο, έχομε ένα χάσμα
δηλαδή ανάμεσα στο δεντρικό της τέχνης και το έδαφος που χρειάζεται για να
ριζοβολεί.
Χάσμα που στον αιώνα μας έχει ευνοηθεί ιδιαίτερα και γενικότερα από τις
πολύπλοκες αναζητήσεις των τεχνών.
Αλλά οι ξένοι έχουν κάποιον τρόπο να
πηγαίνουνε απόκοντα ακόμα και στις πιο ακραίες εξερευνήσεις της, παρά την
ύπαρξη και 'κει των μεσιτών εμπόρων που συχνά θολώνουν την πραγματικότητα.
Επιχειρούμε τη
μελέτη μας με βεβαιότητα ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους μυημένους, αλλά πολλά, πάρα πολλά για τους πολλούς αμύητους και επομένως και στου τόπου τον
πολιτισμό.
Όθεν και η πορεία μας η θεωρητική, συστηματική ελάχιστα και πρακτική
το πιο πολύ.
Να αρχίσει ο
νεοέλληνας να βλέπει τέχνη ως ένα σημείο, να μπορεί να γεύεται τα πλέον έκδηλα
χαρίσματά της, να διακρίνει τις πλευρές της τις καλές ή τις κακές, να μελετά
επάνω της τον άνθρωπο στην εξελιχτική πορεία του».
Εισαγωγή από το
βιβλίο του Περικλή Π. Καίσαρη, Η γλώσσα των Τεχνών. Μία μύηση στην Τέχνη.
Αρχιτεκτονική-Γλυπτική-Ζωγραφική. Αθήνα.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Le Corbusier, 1940 |
Το βιβλιοπωλείο στην Στουρνάρη είναι θησαυρός. Χρήματα να έχει κάποιος να το "αδειάζει". Σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική εκπαίδευση, το ένα θέμα είναι η εκπαίδευση, αλλά από εκεί και έπειτα νομίζω ότι το βασικό είναι οι κοινωνικές συνθήκες αλλά και το πώς οι ίδιοι οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν το κοινό, "το έδαφος που χρειάζεται να ριζοβολήσουν". Σε κάθε περίπτωση, όντως ενδιαφέρουσα η εισαγωγή του.
ΑπάντησηΔιαγραφή